προαναφέρομαι

προαναφέρομαι
προαναφέρομαι, προαναφέρθηκα βλ. πίν. 218

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προέκκειμαι — ΜΑ 1. προεκτείνομαι, προεξέχω 2. (ως παθ. τού προεκτίθημι*) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.) β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι προηγουμένως («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.) γ) μνημονεύομαι παραπάνω, προαναφέρομαι 4. φρ …   Dictionary of Greek

  • προαναφέρω — ΝΜΑ αναφέρω κάτι εκ τών προτέρων αρχ. μέσ. προαναφέρομαι α) ορμώ μπροστά σε κάποιον β) (για αστέρα) ανατέλλω πρωτύτερα …   Dictionary of Greek

  • προδιαλαμβάνω — ΝΜΑ νεοελλ. παθ. προδιαλαμβάνομαι (για περιεχόμενα σε γραπτό λόγο) προαναφέρομαι («όπως προδιελήφθη στο παρόν υπόμνημα») αρχ. 1. καταλαμβάνω, κατέχω κάτι από πριν («προδιείληπτο γὰρ ἅπαν [τὸ τεῑχος] τοῑς ληστρικοῑς», Ιώσ.) 2. κρίνω και αποφασίζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”